κρυφιόγνωστος

κρυφιόγνωστος
κρυφιόγνωστος, -ον (Μ)
αυτός που έγινε γνωστός με μυστική διαδικασία, που έγινε κτήμα κάποιου με μυστική μέθεξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + -γνωστος (< γιγνώσκω), πρβλ. θεό-γνωστος, πασί-γνωστος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”